ἀνάθημα

ἀνάθημα
ἀνάθημα, ατος, τό, ([etym.] ἀνατίθημι)
A that which is set up: hence, like ἄγαλμα, votive offering set up in a temple, Hdt.1.14,92, S.Ant.286, etc.;

ἀ. ἐκ λειτουργιῶν Lys.26.4

.
2 used by Hom. only in first sense of ἄγαλμα, delight, ornament,

μολπή τ' ὀρχηστύς τε· τὰ γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός Od.1.152

, cf. 21.430, IG14.1390; τοῖς τεκοῦσιν ἀνάθημα βιότου, of children, E.Fr.518, cf. Pl.Hp.Mi.364b; to help deserving poverty is

βασιλικοῦ πλούτου ἀ. καὶ κατασκεύασμα λαμπρότατον D.H.19.14

.
3 of a slave in a temple, ἀ. πόλεως devoted to this service by the city, E.Ion310.—Cf. ἀνάθεμα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάθημα — that which is set up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθημα — το (Α ἀνάθημα) οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα αρχ. 1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα 2. στολίδι, κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. ΠΑΡ. αναθηματικός] …   Dictionary of Greek

  • ανάθημα — το, ατος αφιέρωμα: Πλήθος από χρυσά ή ασημένια αναθήματα ήταν κρεμασμένα στην εικόνα της Παναγίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάθημ' — ἀνάθημα , ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάθημαι , ἀναθέω run up perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθημάτων — ἀνάθημα that which is set up neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήμασι — ἀνάθημα that which is set up neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήμασιν — ἀνάθημα that which is set up neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήματα — ἀνάθημα that which is set up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήματι — ἀνάθημα that which is set up neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθήματος — ἀνάθημα that which is set up neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”